- Ἀμύκλαθεν
- ̆αμύκλαθεν1 from Amyklai Ἀμύκλαθεν γὰρ ἔβα σὺν Ὀρέστᾳ Αἰολέων στρατιὰν χαλκεντέα δεῦρ' ἀνάγων (sc. Πείσανδρος) N. 11.34
Lexicon to Pindar. William J.. 2010.
Lexicon to Pindar. William J.. 2010.
Ἀμύκλαθεν — Ἀμύκλᾱθεν , Ἀμύκλαθεν indeclform (adverb) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)